ἀνδραποδίζω
• Morfología: [fut. act. -ιῶ X.HG 2.2.20, med.-pas. ἀνδραποδιεῖται Hdt.6.17; aor. ind. ἠνδραπόδισα Hdt.1.151, Th.1.98, inf. ἀνδραποδίξασθαι Dialex.3.5]


1 en contextos militares vender como esclavo al pueblo conquistado Ἀρίσβαν ἠνδραπόδισαν Μηθυμναῖοι Hdt.1.151, Σκῦρον ... ἠνδραπόδισαν Th.1.98, ποιοῦνται ... ὁμολογίαν ... Πάχητα μήτε δῆσαι Μυτιληναίων μηδένα μηδὲ ἀνδραποδίσαι μήτε ἀποκτεῖναι Th.3.28, παῖδας καὶ γυναῖκας ἀνδραποδίσαι Th.3.36, τὴν πόλιν Th.6.62, περὶ τρισμυρίους ἀνθρώπους I.AI 14.120, cf. en v. pas. Hdt.6.106, 119, 8.29, Dialex.3.5, D.3.20, 19.325, X.HG 1.6.14, 2.2.14, Lys.2.57, I.BI 1.28, 180, D.C.75.12.2
tb. en v. med. εἷλε μὲν Πτεριῶν τὴν πόλιν καὶ ἠνδραποδίσατο Hdt.1.76, cf. Th.4.48, And.3.21, Arist.Rh.1396a19, μετὰ βίας Plb.15.4.2, fig. en v. pas. ὁ νοῦς ἠνδραπόδισται μηδενὶ προσέχων νοητῷ Ph.1.79.

2 en gener. en v. med. reducir a la esclavitud, vender como esclavo a individuos libres ἐμέ Pl.Grg.508e, cf. Isoc.17.49, X.Mem.4.2.14, Smp.4.36, en v. act. Arist.Fr.76.

3 robar un esclavo, PStras.296.6.

4 fig. apartar, enajenar ἀπὸ τοῦ φρονεῖν τοὺς νέους Alciphr.2.38.3.