< ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδοκλέπτης >
ἀνδραποδοκάπηλος
,
-ου, ὁ
mercader de esclavos
Gal.3.25, 6.530, 15.459, Luc.
Ind
.24, Poll.7.16, Hsch.