< ἀνδοκάνας·
ἀνδοκεύς >
ἀνδοκεία
,
-ας, ἡ
administración
,
gerencia
ἐν ἀνδοκείᾳ Ζωτικοῦ
IG
14.423.2.20 (Tauromenio), cf.
IG
14.422.3D a.6.