ἀνδηρευτής, -οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἀντ- PRyl.157.15 (II d.C.), PFlor.16.28 (III d.C.)


regante ποτιεῖ ... τὴν ἰδίαν μερίδα ... καὶ κυκλευταῖς καὶ ἀ[ν]τηρευτα[ῖ]ς PRyl.l.c., cf. PFlor.369.9 (II d.C.).