< ἀνγῖον
ἄνγρεσις >
ἀνγλάριον
,
-ου, τό
prob. lat.
angularis
,
vasija de cocina
τὸ ἐπὶ τὴν πομπὴν ἀνγλάριον ἐξαρτίζομ[εν
ICr
.3.3.7.13 (Hierapitna II d.C.).