ἀναύξητος, -ον
I
ἥλιος ... συνέστρεφεν κόμας (τῶν Αἰθιόπων) μορφαῖς ἀναυξήτοισι συντήξας πυρόςTheodect.17,
βέβλαπται ... ὥστε ... γίνεσθαι ... ἀναυξητότερονSor.34.19,
ἄνδραAq.Ie.22.30.
2 gram. que carece de aumento de formas verbales, Eust.19.29.
II adv. -ως gram. sin aumento de formas verbales, Greg.Cor.180.