ἀναίθω
1 encender, prender
πῦρE.Cyc.331,
τὸν ἅλιον αὐτόνMosch.1.23
•v. med. encenderse
πολλοὶ δ' ἀνῄθοντ' ... λαμπτῆρες ἐν δόμοισιA.Ch.536,
χλωροῖσι κορμοῖς ἀνδράχλης ἀναίθεταιS.Fr.823.
2 v. med. estar inflamado fig.
θυμὸς ποτὶ λέκτρον ἀναιθόμενοςOpp.C.2.188, cf. Max.Tyr.18.9.