< ἀναιδής
ἀναιδομάχᾱς >
ἀναίδητος
,
-ον
1
desvergonzado
de Eros
, A.R.3.92.
2
impúdico
ἰότης
de Medea
, A.R.4.360,
πρόσωπον
Nonn.
D
.48.342.