ἀναχωρητής, -οῦ, ὁ
el que se retira, anacoreta
ἀ. γὰρ ἐδόκει εἶναι, ἐν σπηλαίῳ τινὶ καθεζόμενοςEpiph.Const.Haer.39.1, cf. PSI 1342.5 (IV d.C.), SB 9683.8, 10067(710).6, Iust.Nou.5.3, Rev.Epigr.1.159, PAnt.3.202b9, Isid.Etym.7.13.3.
ἀ. γὰρ ἐδόκει εἶναι, ἐν σπηλαίῳ τινὶ καθεζόμενοςEpiph.Const.Haer.39.1, cf. PSI 1342.5 (IV d.C.), SB 9683.8, 10067(710).6, Iust.Nou.5.3, Rev.Epigr.1.159, PAnt.3.202b9, Isid.Etym.7.13.3.