< ἀναχλίζομαι
ἀναχνοιαίνομαι >
ἀναχλοάζω
rejuvenecer
υἱέσσιν ἀναχλοάζουσι τοκῆες Γηροκόμοις, ἀλόχῳ τε πόσις, ἄλοχός τε ἀκοίτῃ
Gr.Naz.M.37.567A.