< ἀναχειρίζομαι
ἀναχειροτονέω >
ἀναχειρόομαι
someter
,
conquistar
τὴν Μουνυχίαν
Polyaen.4.11.2, pero cf. act.
ἀναχειροῖ· οἰκειοῦται
Hsch.