< ἀναχάσκω
ἀναχειρίζομαι >
ἀναχαυνόω
1
ἀναλύω
Sud.
2
en v. med.
vanagloriarse
,
esponjarse
μικροψυχίας δέ ἐστι ... τιμώμενον μὲν ἀναχαυνοῦσθαι
Arist.
VV
1251
b
18.