ἀναχαλκεύω
1 refundir
ἀνδριάνταChrys.M.62.351.
2 fig. restablecer, renovar
ἵνα τὴν ἀνθρώπου φύσιν ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίανCyr.Al.M.69.1228B
•fig. devolver la vida, resusucitar Cosm.Ind.Top.3.18.
ἀνδριάνταChrys.M.62.351.
ἵνα τὴν ἀνθρώπου φύσιν ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίανCyr.Al.M.69.1228B