< ἀναχαλασμός
ἀναχᾰλάω >
ἀναχαλαστικός
,
-ή, -όν
que relaja
ὁ δὲ ὀπὸς τῆς ... συκῆς ... ὑστέρας ἀναχαλαστικός
Dsc.1.128.