ἀναφύρω


1 embadurnar, manchar αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157, cf. E.Ba.742.

2 mezclar, confundir c. ac. y dat. τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις Them.Or.21.260c, cf. Chrys.M.58.743
en v. pas. πρὸ τοῦ δὲ ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, cf. Epicur.Fr.[152], Metrod.1.