< ἀναφωνητής
ἀναφωτίς >
ἀναφωνητικός
,
-όν
1
exclamativo
,
interjectivo
προοικονομία τίς ἐστιν ἀναφωνητική
Eust.1964.47.
2
adv. -ῶς
como una exclamación
Eust.1044.52.