ἀναφράσσω
• Alolema(s): tb. ἀναφράγνῡμι
1 desbloquear, abrir,
τὸ τρημάτιονHero.Spir.1.33b (p.160.16).
2 bloquear
τὰς παρόδουςStr.4.3.5,
τὰς διεκβολάςI.AI 15.264, en v. pas.
λιμένες δὲ ἀνεφράγνυντοThem.Or.7.91d, cf. Ph.1.153.
τὸ τρημάτιονHero.Spir.1.33b (p.160.16).
τὰς παρόδουςStr.4.3.5,
τὰς διεκβολάςI.AI 15.264, en v. pas.
λιμένες δὲ ἀνεφράγνυντοThem.Or.7.91d, cf. Ph.1.153.