< ἀναφρόδῑτος
ἄναφρος >
ἀναφρονέω
1
volver en si
,
volver a su sano juicio
X.
An
.4.8.21, D.C.60.14.2, Ael.
Fr
.229.
2
ἀναφρονέων· ἀναλογιζόμενος
Hsch.