ἀναφορέω


1 llevar hacia arriba, subir καὶ ὕδατος ἀμφορέας πολλοὺς καὶ πίθους ἀνεφόρησαν Th.4.115.

2 sacar, excavar οἱ μύρμηκες ... τὴν ψάμμον Hdt.3.102.