< ἀναυλόχητος
ἀναυμαχίου γραφή >
ἀναυμάχητος
,
-ον
1
no causado en combate naval
ὄλεθρος
Lys.
Fr
.2.
2
que no ha entrado en combate
δέκα νῆες
Polyaen.3.10.17.