< ἀνάτριψις
ἀνατροπή >
ἀνατροπεύς
,
-έως, ὁ
subvertidor
τῶν ἐν ἀνθρώποις νομιζομένων
Fauorin.
Cor
.32
•
gener.
destructor
τοῦ οἴκου
Antipho 2.2.2,
τῆς νεότητος
Plu.2.5b.