< ἀνάτριμμα
ἀνατριπτέον >
ἀνατριπλόω
repetir por tres veces
en v. pas.
τὸ γὰρ ἀναδιπλωθὲν κἂν ἀνατριπλωθῇ ταὐτὸν σημαίνει
Syrian.
in Metaph
.61.8.