< Ἀνατόλιος
ἀνατομεύς >
ἀνατολμάω
recobrar valor
,
reanimarse
δὶς ἢ τρὶς ἀνατολμήσαντας ἐπ' αὐτόν
Plu.
Luc
.31, cf.
Ant
.50.