ἀνατιτράω
1 agujerear vaciando, vaciar
δημιουργῶν ... ἀναγλυφόντων τε καὶ ἀνατιτράντωνGal.4.330
•en v. pas.
φησὶ ... αὐλοὺς ... ἀνατρηθῆναιdice ... que las flautas ... eran vaciadas (por los fenicios), Trypho Fr.112
•carcomer
(πρίσματα) ἅπερ ὑπὸ τῶν σκωλήκων ἀνατίτραταιDsc.1.66.
2 trepanar pas.
ἀνατιτραμένου τοῦ κρανίουOrib.46.11.10.