ἀνασφίγγω
1 sujetar
τοὺς ἁρμούςIG 12(2).11.23 (Mitilene),
ἵππον ... χαλινῷNonn.D.42.51
•del pelo ceñir, peinar
τριχὸς ... ποικίλως ἀνεσφιγμένηςCyr.Al.M.70.1004A.
2 en v. med. contenerse
εἰς ἕνα θεότητος λόγονCyr.Al.M.74.420C.
τοὺς ἁρμούςIG 12(2).11.23 (Mitilene),
ἵππον ... χαλινῷNonn.D.42.51
τριχὸς ... ποικίλως ἀνεσφιγμένηςCyr.Al.M.70.1004A.
εἰς ἕνα θεότητος λόγονCyr.Al.M.74.420C.