ἀνασφάλιστος, -ον
inseguro
πόδεςRom.Mel.49.ζʹ.1
•subst. ὁ ἀ. hombre inseguro, mal adoctrinado
ὁ λογισμὸς τῶν ἀ. πεφάντασται περὶ τὰ αἰσχράPolyb.Rh.M.41.108D.
πόδεςRom.Mel.49.ζʹ.1
ὁ λογισμὸς τῶν ἀ. πεφάντασται περὶ τὰ αἰσχράPolyb.Rh.M.41.108D.