< ἀνασταλτικός
ἀνάσταμα >
ἀναστᾰλύζω
gemir
διὰ ταῦτα ἀνασταλύζω
Anacr.36.7, cf.
GDRK
57.16.
• Etimología:
Cf. σταλάσσω ‘gotear’.