< ἀνᾴσσω
ἀναστᾰλάω >
ἀναστᾰδόν
• Prosodia:
[ᾰ-]
adv.
en pie
,
de pie
δειδέχατ' ἄλλοθεν ἄλλος ἀ.
Il
.9.671, cf. 23.469.