ἀναστέφω
1 c. ac. y a veces dat. instrum. coronar
σὸν κρᾶτ'E.Fr.241,
τοὺς ... ἡγεμόναςPolyaen.5.12.1,
τρίαιναν ὀρθὴν ... στεφάνοισιE.Fr.13.48M.,
(μιν) ... στόρνῃσινCall.Fr.260.15,
σελίνων, οἷς ἀναστέφουσι ... τοὺς νικῶνταςTimae.118, cf. B.13.59.
2 en v. med. coronarse, ceñirse
κάρα ... φύλλοιςE.Hipp.806,
δάφνας κλῶνας ἀναστέφεταιse corona de ramas de laurel, Epigr.Gr.786,
ἀκάνθῃClem.Al.Paed.2.8.75, c. gen.
τῶν σελίνων ἀνεστέψατοPolyaen.5.12.1.