< ἀνάστειρος
ἀναστέλλω >
ἀναστείχω
• Morfología:
[lesb. pres. ind. ὀ<ν>στείχει Alc.306i.2.3]
1
subir
,
salir
Alc.l.c.,
ἐπὶ γαῖαν
Opp.
H
.1.422.
2
tr.
subirse a
κολώνην
Opp.
H
.4.65.