ἀνασοβέω
1 espantar, ahuyentar
ἄγρανPl.Ly.206a
•fig. ref. a un enamorado
μὴ τρόπος ἀπειθὴς ἀνασοβήσῃ ὃν εὖ μάλα τεθήρακεν ἡ μορφήAristaenet.2.2.14
•intimidar, amedrentar
μεPl.Ep.348a,
τοὺς μάρτυραςPEnteux.86.6 (III a.C.),
τοὺς ἀκροωμένουςPlu.2.44c
•abs. Plb.38.9.8, Chor.Decl.10.47
•en v. med.-pas. amedrentarse, asustarse,
ἵνα μὴ ἀ]νασοβηθῶμενPLond.1980.12 (III a.C.),
τοὺς αἰπόλους ἀνασοβεῖσθαιPCair.Zen.338.3 (III a.C.).
2 excitar en v. pas.
(γυνή) ἀνασεσοβημένη τοὺς τρόπουςSB 9421.18 (III d.C.).
3 en v. med. erizarse
ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμηνLuc.Tim.54,
κόμη ἀνασοβουμένηLuc.ITr.30.