ἀνασείω
• Alolema(s): ép. ἀνασσείω Hes.Sc.344
• Morfología: [impf. ép. ἀνασσείασκε h.Ap.403]
I
ἀνασσείασκε, τίνασσε δὲ νήϊα δοῦραh.Ap.l.c.,
Ἀθήνη αἰγίδ' ἀνασσείσασαHes.l.c.,
ἱερεῖς ... κατηράσαντο ... καὶ φοινικίδας ἀνέσεισαν, κατὰ τὸ νόμιμον τὸ παλαιόνlos sacerdotes ... lanzaron maldiciones ... y sacudieron sus vestidos purpúreos según la antigua costumbre Lys.6.51,
τοὺς θυρεούςI.BI 5.120
•fig. amenazar con
εἰσαγγελίανD.25.47,
βοήνAr.Ach.347
•abs. ser insolente Phot.p.121R.
2 en gener. sacudir, agitar
τὰς χεῖραςpara hacer una señal, Th.4.38,
κόμαςE.Ba.240,
στρώματαX.Oec.10.11,
ὑδρίανIG 22.204.36 (IV a.C.),
τὰς χεῖρας καὶ τὰ ἱμάτια, ὁπότε φθέγξαιτό τιD.C.61.20.3,
τὴν χλαμύδαPhilostr.Im.1.6,
τὴν χεῖρα καὶ τὸν κόλπον τῆς χλαμύδοςPhilostr.VS 626.
3 soltar, aflojar
πάντα κάλωνPh.1.327,
τὰ ἱστίαPhilostr.VA 6.12,
πάσας τὰς ἡνίαςPoll.1.214.
II fig. alzar, revolucionar
τὰ πλήθηPhld.Rh.2.290,
τὸν ὄχλονEu.Marc.15.11,
τὸν λαόνEu.Luc.23.5, cf. D.H.8.81, D.S.13.91
•incitar Canthar.7
•en v. med. animarse a c. inf. PTeb.28.20 (II a.C.).