ἀνασειράζω
I
ἀνασεφάζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσανen la botadura de una nave, A.R.1.391.
2 fig. frenar, dominar
φλόγαAr.Fr.561,
ὄρεξινAP 9.687,
οὐ ... πυλαωρὸς ἰδὼν ἀνεσείρασε ΒάκχηνNonn.D.44.24,
μετήλυδα λαόνNonn.Par.Eu.Io.6.67.
II fig. descarriar, sacar del buen camino
ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζειE.Hipp.237
•c. ac. y gen.
ἀλλά ἑ ... οὐτήσας ... ἀνεσείρασε χάρμηςNonn.D.39.355.