< Ἄναρος
ἀναροτρίαστος >
ἀναρότρευτος
,
-ον
no arada
e.e.
virgen
ref. a María
ἡ ἀναρότρευτος, ἄρουρα ἀγεώργητος
Rom.Mel.36.
θʹ
.6.