ἀναρίθμητος, -ον


I 1innumerable ἀμπλακίαι Pi.O.7.25, πόνοι Hdt.1.126, ἄνδρες Hdt.7.190, μυριάδες Ar.V.1011, προγόνων μυριάδες Pl.Tht.175a, cf. Plot.2.3.6, πλῆθος Plb.2.29.6, πρόβατα LXX 3Re.8.5, πάθη Longin.22.1, κακοί Phld.Ir.p.18
subst. κατέβαλλον πλήθεϊ ἀναριθμήτους τῶν Περσέων Hdt.7.211, ὥστε τῶν ἀναριθμήτων εἶναι δοκεῖν τὴν πᾶσαν τάξιν de modo que todo el grupo parece entrar en la categoría de las cosas innumerables Arist.Cael.292a12.

2 inconmensurable ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος S.Ai.646.

II no tenido en cuenta, de clase baja op. εὐγενεῖς E.Hel.1679, Io 837.

III adv. -ως en innumerables sentidos Aët.Synt.p.359.13.