ἀναρτέομαι
jón. usado sólo en perf. estar dispuesto c. inf.
ἀναρτημένου σεῦ ... χρηστὰ ἔργα ... ποιέεινHdt.1.90,
ἔρδεινHdt.6.88,
ἐπ' αὐτοὺς στρατεύεσθαιHdt.7.8γ.
ἀναρτημένου σεῦ ... χρηστὰ ἔργα ... ποιέεινHdt.1.90,
ἔρδεινHdt.6.88,
ἐπ' αὐτοὺς στρατεύεσθαιHdt.7.8γ.