< ἀναρροίβδησις
ἀναρροπία >
ἀναρροιζέω
1
disparar
οἱ καταπέλται τὰς λόγχας ἀνερροίζουν
I.
BI
3.167.
2
surcar con ruido
el agua, de delfines
, Plu.2.979d,
el aire, de flechas
, Nonn.
D
.29.289.