< ἀνάρρησις
ἀνάρρῑνον >
ἀναρριζόω
desenraizar
φυτείαν
Gr.Nyss.
Apoll
.132.6, fig.
πάντας ἀνερρίζωσε θαλάσσης νῆσον ὅλην τριόδοντι διαρρήξας
Nonn.
D
.18.36.