ἀναρπάζω
• Morfología: [fut. -άσω, -άξω; aor. -ήρπασα, -ήρπαξα en Hom. según el metro; nom. sg. part. ἀναρπάσαις Pi.O.9.58, ἀναρπάξαις Pi.P.4.34; aor. pas. ἀνηρπάγην D.S.4.75, Plu.Pyrrh.7]


I de cosas

1 arrebatar hacia arriba (ἔγχος) ἀνὰ δ' ἥρπασε Παλλάς Il.22.276, ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις Pi.P.4.34, αἰετὸν ... ἀναρπάσαντα τοῖς ὄνυξιν ἀσπίδα Ar.V.17, τὰ ὅπλα X.An.7.1.15, ὁ ἥλιος ... ἀναρπάζει τοῦ ὕδατος τό τε λεπτότατον καὶ κουφότατον Hp.Aër.8, διαπάσματα ... οἷς ἀναρπάζουσι τοὺς ἱδρῶτας Plu.2.624e, cf. 658b, Aristid.Or.36.60
en pas. sujetarse arriba de prendas ἀναρπαζόμεναι τοῖς ὤμοις Lyd.Mag.2.4.

2 sin mov. hacia arriba saquear, robar δόμους E.Io 1303, πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἀνηρπακότες X.An.1.3.14, τάλαντα D.27.29, τινα POsl.2.18.3 (II d.C.)
de especuladores retener fraudalentamente (σῖτον) ἀναρπάζουσιν ... καὶ οὐκ ἐθέλουσι πωλεῖν Lys.22.15.

II de pers.

1 arrebatar, arrastrar μιν ἀναρπάξασα θύελλα Od.4.515, cf. 5.419
ref. a la muerte, en v. pas. φροῦδος ἀναρπασθείς S.El.848
asaltar πάντας τοὺς διαπορευομένους LXX Id.9.25.

2 raptar por motivo amoroso μιν ... ἀνήρπασε Φοῖβος Ἀπόλλων Il.9.564, θύγατρ' ... ἀναρπάσαις Pi.O.9.58, ἀνήρπασεν ... Κέφαλον ἐς θεοὺς Ἕως E.Hipp.454
para vender como esclavos μ' ἀνήρπαξαν Τάφιοι ληΐστορες ἄνδρες Od.15.427, λῃστὰς ... οἳ Βρόμιον ἀνήρπασαν E.Cyc.112.

3 apresar, encarcelar en v. pas. δεῖ μ' ἀνηρπάσθαι D.21.120, cf. 10.18, 21.124.

4 arrebatar, salvar μιν ζωὸν ἐόντα μάχης ἄπο δακρυοέσσης ... ἀναρπάξας Il.16.437, Πύρρον οἱ φίλοι περισχόντες ἀνήρπασαν Plu.Pyrrh.16, ἀνηρπάγη γὰρ ὑπὸ τῶν φίλων Plu.Pyrrh.7.

III en v. med., en la guerra barrer, destrozar ὡς ἀναρπασόμενοι τοὺς Ἕλληνας como si fueran a barrer a los griegos Hdt.9.59, cf. 8.28
en v. pas. ser barrido, arrasado κοὐκ ἀνήρπασται πόλις E.Ph.1079, Θῆβαι ... ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνήρπασται Aeschin.3.133, cf. E.Hel.751, D.9.47, Aristid.1.161.