ἀναρμόδιος, -ον


1 inadecuado (Βαλεριανὸν) πρὸς βασιλείαν ἀναρμόδιον Zos.1.29, cf. Men.Prot.p.110, Dauid in Porph.p.132.

2 adv. -ως inadecuadamente, AB 363.