< ἀνάρδευτος
Ἀνάρεα >
ἀναρδής
,
-ές
1
seco
,
sin agua
γούνατ' ἀναρδέα σειραίνονται
Euph.(?) 193f6v.G.
2
provocado por la sequía
λοιμός
Orác. en
ZPE
1.185.