< ἀναποτνιασμός
ἀναπότριπτος >
ἀναπότρεπτος
,
-ον
firme
,
irrevocable
γνώμη
PMasp
.98.4 (VI d.C.)
•
como
glos. a ἀλίαστος
Sch.Er.
Il
.2.797 (p.170).