< ἀναπόλυτος
ἀναπομπαζόμενον· >
ἀναπόμικτος
,
-ον
no mezclado
ἀναπομίκτῳ χυλῷ τῷ γεώδει καὶ ὑδατώδει
Thphr.
CP
6.8.4.