ἀναπίνω
1 absorber abs. de ciertos órganos, Hp.VM 22
•en v. pas.
ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίαςHero Spir.proem.,
τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενονProcl.in Ti.1.121.26.
2 en v. med. reabsorberse de supuraciones, Hp.Art.40,
ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρουςArist.Pr.864b22, cf. Gal.7.694
•v. med.-pas. evaporarse
ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇGp.18.21.1.