ἀναπίμπλημι
• Morfología: [pres. ind. -πιμπλᾷ Arist.Pr.967b4, impf. ἀνεπίπλη Hsch.]
I
πίθονepigr. en Luc.Dips.6.
2 impregnar, cocer
τὸ πῦρ τὸν κέραμον ἀναπιμπλᾷArist.l.c., abs.
διὰ τί ὁ ἀὴρ οὐκ ἀναπίμπλησιArist.Pr.939a29.
II fig.
1 cumplir,
πότμονIl.11.263, Pi.N.10.57,
κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντεςIl.8.465,
αἴ κε θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιοIl.4.170,
μοῖρανA.R.1.1323
•sufrir
κακὰ πολλάIl.15.132, Hippon.181.5,
ἄλγε' ἀναπλήσεινOd.5.302,
ἀγχιτόκους ὠδῖναςNonn.D.24.197, cf. Hdt.5.4, 6.12, 9.87, A.R.4.1388.
2 llenar, impregnar, manchar de
σὲ ... δικῶν ἀναπλήσειAr.Ach.847,
τῆς Ἀντιμάχου καταπυγοσύνης <σ'> ἀναπλήσειAr.Nu.1023,
τῆς αἰδοῦς ... τἄγαλμαAr.Nu.995,
τὰς λύπας τε καὶ ἡδονὰς ... τοῦ ... παθήματοςPl.Phlb.42a, cf. Ap.32c, Hp.Ma.291a,
τῆς αἰσχύνης ὅλην ... τὴν πόλινD.20.28, cf. 24.205,
τὴν πόλιν ... πονηρᾶς δόξηςD.20.50,
ἑαυτὸν ... φόνου δικαίουAeschin.2.88,
πόλεις ... φόνουPlb.2.39.3,
τὸ πρόσωπον ἐρυθήματοςPlu.2.154b,
λόγων πολειτικῶν (sic) ἀνεπλήσθησανPhld.Rh.2.262
•esp. en v. med. contaminarse, infectarse en la peste
ἕτερος ἀφ' ἑτέρου θεραπείας ἀναπιμπλάμενοιTh.2.51
•c. gen.
τῆς τούτου (τοῦ σώματος) φύσεωςPl.Phd.67a, cf. Iambl.Myst.5.15.