< ἀναπήδημα
ἀναπηδύω >
ἀναπήδησις
,
-εως, ἡ
1
salto
ἐκ τῆς κλίνης
Hp.
Morb.Sacr
.1.38., cf. Alisto Phil.14.7.
2
palpitación
τῆς καρδίας
Arist.
Iuu
.480
a
13.