ἀναπέμπω
• Alolema(s): poét. ἀμπ- A.Ch.382
I
τοὺς μὲν πῦρ ἀνέπεμπεel fuego les empujaba hacia arriba Emp.B 62.6,
Ζεῦ, κάτωθεν ἀμπέμπειν ... ἄτανA.Ch.l.c.,
Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ... ἀναπέμπειPi.P.1.26,
φλόγα ἀναπέμπειν πυρόςArist.Mir.841a20,
Εὐριπίδην φάσ' ἄνδρα κηδεστὴν ... ἀναπέμψαιAr.Th.585, de Creso
μέγ[ιστα] θνατῶν ἐς ἀγαθέαν <ἀν>έπεμψε Π[υθ]ώB.3.62,
φρουροὺς εἰς ταύτας (sc. τὰς ἄκρας) ἀνέπεμπεX.Cyr.7.5.34
•fig. al cielo
ἀναπέμψαντος δὲ αὐτοῦ τὸ ἀμήνMart.Pol.15.1,
ὁδὸς ... εἰς οὐρανοὺς ἀναπέμπουσαClem.Al.Prot.10.100, una oración, Origenes Io 28.6.
2 llevar desde la costa tierra adentro
ὃς αὐτοὺς ἔμελλεν ὡς βασιλέα ἀναπέμψεινTh.2.67,
στρατιάνIsoc.8.98, a Persia
χρήματαIsoc.5.104,
εἰς τὴν ῬώμηνPlb.1.7.12.
3 echar, hacer crecer
χθὼν ... φύλλ' ἀναπέμπειPi.P.9.46,
φύματαPl.Ti.85c.
4 remitir, enviar a una autoridad
ἐπὶ τοὺς δικαστάςArist.Fr.454, cf. PHib.1.57 (III a.C.), PTeb.7.7 (II a.C.),
ἀναπέμψαι ... τόδε τὸ ψήφισμα ... πρὸς τὸν βασιλέαIG 4.1.51 (Egina II a.C.),
αὐτὸν πρὸς ἩρῴδηνEu.Luc.23.7,
αὐτὸν τῷ ΠειλάτῳEu.Luc.23.11, cf. Ep.Philem.12, PLond.196.11 (II d.C.), BGU 613.4 (II d.C.).
II
Ἄδραστον ... ἐς ἌργοςPi.P.7.10, cf. Clem.Al.Paed.1.8.70,
τὴν φερνήνPPar.13.12 (II a.C.), Eu.Luc.23.11, en v. pas.
ἀναπεμπόμενος ... ἐπὶ Θαλῆν ἀφίκετοPlu.Sol.4.
2 retrotraer el acento, Hdn.Gr.2.828, cf. An.Ox.2.334.
3 referir, remitir a algo ya dicho, Alex.Aphr.in Top.445.15, a otro libro, Gal.18(2).663
•gram. en v. med.-pas. del pron. referirse a A.D.Pron.61.7.
4 atribuir en v. pas.
τῶν εἰς τὸ θεῖον ἀναπεμπομένωνOGI 194.23
•hacer remontar
τὸ ... γένος εἰς ταύτηνD.S.4.83, cf. 4.43, Dam.Pr.37
•transmitir en v. pas.
τινῶν τῶν κατ' ὄψιν ἀναπεμπο[μέ]νων πρὸς ἐπίνο[ια]νEpicur.Fr.[26] 39.18, cf. Plot.4.4.42.
5 reflejar
τῆς αὐγῆς ἀναπέμπει τὸ εἴδωλονPlu.2.931b, cf. 936e.