< ἀναπᾰριάζω
ἀνάπας >
ἀναπάρτιστος
,
-ον
incompleto
ἐλλιπῆ μὲν οὖν ἐστι τὰ (λεκτὰ) ἀναπάρτιστον ἔχοντα τὴν ἐκφοράν
Chrysipp.
Stoic
.2.58
•
de pers.
imperfecto
Ign.
Phil
.5.1.