ἀναπτύω
• Prosodia: [-ῡ- metri causa Nic.Al.211]
escupir, expulsar
αἷμαHp.Aph.5.13,
πέποναHp.Coac.365,
τὸ ὑγρόνHero Spir.1.10,
ξηρὰ δ' ἀναπτύειtiene una expectoración seca Nic.l.c.
•fig. salir despedido
λευκὴ καχλάζοντος ἀνέπτυε κύματος ἄχνηA.R.2.570,
μυδῶσα κηκὶς ... ἐτήκετο ... κἀνέπτυεS.Ant.1009.