ἀναπτοέω
• Alolema(s): poét. ἀναπτοιέω Mosch.2.23
1 asustar
ποῖοί με ... ἀνεπτοίησαν ὄνειροι;Mosch.l.c.,
θῆραςOpp.C.1.107,
γυναῖκαςNonn.D.26.331.
2 en v. med.-pas. excitarse, asustarse
προφανέντος ἐξαίφνης κάπρουPlu.Pel.16, cf. 2.261a, Nonn.D.31.192
•conmmoverse Musae.168.